Αρχιτεκτονική Κρήτης

 

 

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, ΜΝΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ, (13ος - 17ος αιώνας)

ΚΡΗΤΗ – ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΗΣ

 

 

Η άφιξη των βενετών αποίκων στην Κρήτη το 1211 έφερε στην αρχιτεκτονική τα κατασκευαστικά πρότυπα της μητρόπολης, όπου κυριαρχούσε ο γοτθικός ρυθμός στη βενετσιάνική του εκδοχή (βενετογοτθικός). Με την οργάνωση της διοίκησης και την εγκαθίδρυση της λατινικής εκκλησίας οι δυτικές αρχιτεκτονικές μορφές αποτυπώθηκαν στα δημόσια κτίρια και στα εκκλησιαστικά ιδρύματα που οικοδομήθηκαν. Τα περισσότερα βενετογοτθικά στοιχεία εισήχθησαν στα λατινικά μοναστήρια που ακολουθούσαν τον αυστηρό ρυθμό του 13ου – 14ου αιώνα.

Οι αρχές της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, που ξεκίνησαν από την Ιταλία τον 15ου αιώνα, διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη και μέχρι την Κρήτη με συγγράμματα, σχέδια και πραγματείες. Η εφαρμογή τους από τους μηχανικούς της Γαληνοτάτης στα οχυρωματικά έργα άλλαξε την όψη των πόλεων στη Κρήτη (Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Χανιά, Φρούρια Σπιναλόγκας, Σούδας, Γραμπούσας και άλλα μικρότερα), ενώ ταυτόχρονα σημάδεψε με το στίγμα της Αναγέννησης τις όψεις πολλών κοσμικών και θρησκευτικών κτισμάτων σε όλη την Κρήτη.

Οι μορφές της ώριμης Αναγέννησης, γνωστές και με τον όρο “maniera”, που κυριάρχησαν για τρεις περίπου αιώνες στην Ευρώπη, αντιγράφτηκαν σε μικρή και απλοποιημένη κλίμακα και προσαρμόστηκαν στα τοπικά μνημεία. Στην Κρήτη διαδόθηκαν κυρίως από τα τέλη του 16ου μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Οι μανιεριστικές επιδράσεις απαντούν ανάμικτες με τις τοπικές μορφές οι οποίες αναπτύχθηκαν από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, με προέλευση και επιρροές από την λαμπρή βενετσιάνικη γοτθική τυπολογία. Οι τοπικές "κρητικές βενετογοτθικές" αυτές μορφές παρέμειναν δημοφιλείς μέχρι το τέλος της βενετοκρατίας.

ΣΤΗ ΣΗΤΕΙΑ

Τα μεγάλα έργα στις πόλεις, η δραστηριοποίηση και η εμπειρία μηχανικών και τεχνιτών, επέδρασαν και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως το διαμέρισμα της Σητείας. Μεταφορείς του αναγεννησιακού πνεύματος ήταν οι ευγενείς της Σητείας που είχαν άμεση επαφή με την πρωτεύουσα του νησιού και στα μέλη τους συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Ιάκωβος Κορνάρος, ο ποιητής του Ερωτόκριτου Βιτσέντζος Κορνάρος και ο ιστορικός Ανδρέας Κορνάρος. Αρκετοί από αυτούς είχαν ευρεία ουμανιστική παιδεία, ανέπτυσσαν δραστηριότητες σχετικές με το θέατρο, την ποίηση, την ιστοριογραφία, διέθεταν βιβλιοθήκες και γνώριζαν τις εξελίξεις στη λογοτεχνία και στην τέχνη. Στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση υιοθέτησαν τις νέες μορφές, που με τη λαμπρότητά τους και τις αναφορές στη μυθολογία και την κλασική αρχιτεκτονική συμβόλισαν ανάμεσα στα άλλα την ειρηνική, παραγωγική περίοδο που διένυε το νησί. Στην αρχιτεκτονική εξέλιξη της επαρχίας Σητείας σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε ακόμα ο ηγούμενος της μονής της Κυρίας Ακρωτηριανής Γαβριήλ Πεντόγαλος, προσωπικότητα με κύρος σε καθολικούς και ορθοδόξους, ο οποίος ακολούθησε στην ανακαίνιση της μονής τα νέα πρότυπα.

ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ

Οι οχυρώσεις, το πιο εμβληματικό σύμβολο της νέας εξουσίας, παρέμειναν το 13ο, 14ο και 15ο αιώνα στις γνωστές από τη βυζαντινή περίοδο μορφές. Ακολουθούσαν το προ-προμαχωνικό σύστημα, με κάθετους τοίχους, τετράγωνους πύργους και καταχύστρες. Οι βενετοί επισκεύασαν τα βυζαντινά φρούρια, όπως είχαν κάνει ακριβώς πριν οι Γενουάτες, κύριοι της Κρήτης από το 1204 μέχρι το 1211, ή έκτισαν καινούργια, στην ίδια τυπολογία. Το φρούριο του Καλέ στην Ιεράπετρα (Castel Gerapetra) και το φρούριο του Μεραμπέλλου στον Άγιο Νικόλαο (Castel Mirabello) ανήκουν στην τελευταία κατηγορία και χρονολογούνται στον 14ο αιώνα.

Από τον 16ο αιώνα οι εχθροπραξίες με την Οθωμανική αυτοκρατορία και οι ραγδαίες εξελίξεις στην οχυρωματική τέχνη, ανάγκασαν τη Βενετία να προχωρήσει σε εκτεταμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των οχυρώσεων στις κτήσεις της. Επιφανείς μηχανικοί, όπως οι Michele Sanmicheli, Sforza Pallavicini, Giulio Savorgnan, κ.α., ανέλαβαν την οχύρωση των πόλεων και των φρουρίων της Κρήτης, με το νέο προμαχωνικό σύστημα.

Αντίστοιχες ραγδαίες μεταβολές συνέβησαν στην Κύπρο, με τις οχυρώσεις της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου κυρίως. Στα μεγαλόπνοα αυτά έργα, πέρα από την αμυντική αποτελεσματικότητα, επιζητήθηκε και η αρχιτεκτονική πληρότητα και μεγαλοπρέπεια.

 

Η οχύρωση της Σητείας που ανάγεται στον 14ο αιώνα (Castello di Settia ή φρούριο Καζάρμας) ήταν τυπικό δείγμα των φρουρίων της πρώτης φάσης, με προ-προμαχωνική τυπολογία. Μπορεί να συγκριθεί με το φρούριο των Σαράντα Κολόνων στην Πάφο των αρχών του 13ου αιώνα, όσον αφορά την πρώιμη χρήση υποτυπωδών τριγωνικών «προμαχώνων». Λείψανα κατασκευής με επάλξεις, άγνωστης χρήσης, σώζονται δίπλα στην Αγία Αικατερίνη της Ετιάς. Ακόμα, το φρούριο Επάνω Καστέλλι ή MonteForte κοντά στα Κρυά, βυζαντινό φρούριο που επισκευάστηκε από του Γενουάτες, συντηρήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους βενετούς χωρίς βασικές αλλαγές στη δομή του.

Όσον αφορά στις εξελίξεις του 16ου και 17ου αιώνα, το διαμέρισμα της Σητείας έμεινε έξω από τον εκσυγχρονισμό των οχυρώσεων, γιατί κρίθηκε ασύμφορο οικονομικά και άσκοπο αμυντικά. Κατασκευάστηκαν μόνο πύργοι σκοπιάς, αυξημένοι σε αριθμό, που φέρουν σε μικρή κλίμακα τα μορφολογικά και τεχνικά στοιχεία που εφαρμόστηκαν στα μεγάλα αμυντικά έργα. Τυπικό παράδειγμα είναι ο πύργος σκοπιάς στον Πετρά Σητείας.

ΟΧΥΡΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ

Από τον 15ο αιώνα περίπου εμφανίστηκαν οι οχυρές κατοικίες που ανήκαν σε ευγενείς, βρίσκονταν μέσα στους οικισμούς της υπαίθρου και εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Είχαν ορθογωνική κάτοψη, συμπαγή όγκο και ελάχιστα ανοίγματα ώστε να ανταποκρίνονται κυρίως στις ανάγκες άμυνας απέναντι στις πειρατικές επιδρομές.Το 16ο και 17ο αιώνα οι οχυρές κατοικίες επεκτείνονται και διακοσμούνται και απηχούν επίσης τις νέες τεχνικές. Στον πρώτο λιτό τύπο οχυρής κατοικίας ανήκει η αρχική φάση της έπαυλης της Ετιάς, ενώ παραδείγματα πύργων με αναγεννησιακές επιδράσεις συναντώνται στη Βόιλα, στη Ζου, στα Μέσα Μουλιανά.

ΟΙΚΙΣΜΟΙ

Οι μεγαλύτεροι οικισμοί στην επαρχία Σητείας συνεχίζουν την πορεία τους από τη μεσοβυζαντινή περίοδο στα χρόνια της Βενετοκρατίας με ανάπτυξη του οικοδομικού τους ιστού, ενώ παράλληλα εμφανίζονται και νέοι οικισμοί. Η συνεχής κατοίκηση μέχρι σήμερα δεν επέτρεψε τη εκτεταμένη διατήρηση των κατασκευών από τις παλαιότερες εποχές, παρά μόνο των εκκλησιαστικών μνημείων, μεμονωμένων κτιρίων και διάσπαρτων αρχιτεκτονικών δομών. Στοιχεία που απαντούν την περίοδο ακμής τους και είναι συγγενή με πολεοδομικά χαρακτηριστικά βενετσιάνικης προέλευσης, είναι: τα τόξα αντιστήριξης μεταξύ κτηρίων, τα σκεπαστά διαβατικά και η διαμόρφωση οχυρών μετώπων με συμπαγείς όψεις και λίγα μικρά ανοίγματα.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Τα εκκλησιαστικά μνημεία είναι τα κτίσματα  με την καλύτερη διατήρηση στην πορεία του χρόνου, και δείχνουν την πορεία αφομοίωσης των μορφών και των τεχνικών που σχετίζονται με τη μητρόπολη Βενετία.

Από τον 15ο αιώνα, στους παλαιότερους, μικρούς κατά κανόνα, τοιχογραφημένους ναούς, είναι συνήθεις οι επεμβάσεις για τη επέκτασή τους με προσθήκη είτε προς δυσμάς είτε με νέο κλίτος. Στην προσπάθεια εξωραϊσμού εμπλουτίζονται τα αρχιτεκτονικά, τα δομικά και τα διακοσμητικά στοιχεία. Υιοθετούνται θυρώματα οξυκόρυφα, απλά ή σύνθετα με επάλληλες γλυφές. Η οδοντωτή λιθόγλυπτη ταινία που περιβάλλει τα θυρώματα, στοιχείο βενετογοτθικό που έχει υιοθετηθεί από τον 14ο αιώνα, συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

Ιδιαίτερα είναι τα περίτεχνα θυρώματα με φλογόμορφο τόξο διπλής καμπυλότητας που απολήγει σε άνθος ή κουκουνάρα. Αποτελεί ένα τοπικό ιδίωμα που προέρχεται από το βενετσιάνικο φλογόμορφο τόξο και έχει μεγάλη απήχηση στο Μεραμπέλλο και τη Σητεία (Φανερωμένη στον Τράχηλα, Μιχαήλ Αρχάγγελος στους Αδρομύλους, Αγία Σοφία στους Αρμένους).

Οι νέες κατασκευές κατά τα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αιώνα, ιδίως στην κοσμική αρχιτεκτονική, φέρουν πλουσιότερο διάκοσμο με μορφολογία της ώριμης Αναγέννησης (μανιεριστικό) και χρησιμοποιούν τους ρυθμούς και τα μοτίβα που διαδίδονται μέσα από ευρωπαϊκά συγγράμματα για την αρχιτεκτονική.

Η αισθητική καλλιέργεια και η επιθυμία για καλλιτεχνική δημιουργία και προβολή των παραγγελιοδοτών, επιφανών αρχόντων της περιοχής, αποτυπώνεται στα περίτεχνα διακοσμητικά μοτίβα σε μνημεία όπως η έπαυλη της Ετιάς, το ταφικό μνημείο που αφιερώνει ο Ζώρζης Βλάχος στον Άγιο Αθανάσιο στις Λιθίνες και πολλά άλλα.

Την ίδια περίοδο οι προσθήκες ακολουθούν επίσης τα πρότυπα της ώριμης αναγέννησης.

Δεν έχουν σωθεί πολλά δείγματα, λόγω των πολέμων, των καταστροφών, των πολλών χρηστικών μετατροπών καθώς και τη λεηλάτησή των λίθων τους για νέες κατασκευές.

Τα κύρια στοιχεία που υιοθετούνται:

  • Αντηρίδες στη βάση των πυργοειδών κυρίως κατασκευών, οι οποίες απολήγουν σε cordone (διάζωμα ημικυκλικής διατομής)
  • Εκτεταμένη χρήση της επικάλυψης των θόλων εξωτερικά με κονίαμα (αστρακάσβεστος, παρεμφερής με το βενετσιάνικο coccio pesto), αντί για κεραμίδια
  • Επεξεργασία θυρωμάτων σε κυψελωτή μορφή (a bugnato)
  • Διακοσμητική εναλλαγή των δόμων των θυρωμάτων
  • Αετώματα με κλασικίζον ύφος για τα θυρώματα
  • Οικόσημα, διακοσμητικά γλυπτά μυθολογικής θεματολογίας και ανάγλυφα διακοσμητικά μοτίβα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 











SYNTHESIS- Copyright © FORTH-ICS. All rights reserved